-
1 διά-πειρα
διά-πειρα, ἡ, Versuch, Probe, Pind. O. 4, 20; τῶν χρηστηρίων Her. 1, 47; ἐς διάπειράν τινος ἀπικέσϑαι, kennen lernen, 2, 28. 77; ἐς διάπειραν καϑέστηκε καὶ λόγον Aesch. 1, 184; διάπειραν λαμβάνειν τινός, versuchen, Dem. 56, 18; Dion. Hal. 5, 14; Plut. Pyrrh. 18 u. öfter.
-
2 διάπειρα
διά-πειρα, ἡ, Versuch, Probe; ἐς διάπειράν τινος ἀπικέσϑαι, kennen lernen; διάπειραν λαμβάνειν τινός, versuchen
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский